- ἐπισημειώσεως
- ἐπισημειώσεω̆ς , ἐπισημείωσιςnotefem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισημειωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή είναι γραμμένος σε επισημείωση («επισημειωτική παρατήρηση»). επίρρ... επισημειωτικώς υπό τύπον επισημειώσεως, επιπρόσθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επισημείωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δημ. Ράλλη] … Dictionary of Greek